σημειωτέος

σημειωτέος
α, ο[ν] достойный внимания;

§ σημειωτέον ότι... — следует заметить, что...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σημειωτέος" в других словарях:

  • σημειωτέος — α, ο / σημειωτέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πρέπει να σημειωθεί νεοελλ. 1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση») 2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, ώνω + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • σημειωτέος — α, ο αυτός που πρέπει να σημειωθεί: Σημειωτέο ότι ο δράστης του εγκλήματος είναι ανήλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημειωτέα — σημειωτέος to be noted neut nom/voc/acc pl σημειωτέᾱ , σημειωτέος to be noted fem nom/voc/acc dual σημειωτέᾱ , σημειωτέος to be noted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτέον — σημειωτέος to be noted masc acc sg σημειωτέος to be noted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»